- μακροί
- μακρόςlongmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή … Dictionary of Greek
КАМПАНСКАЯ РАВНИНА — • Campi macri, Μακροι Κάμπ, название одной большой равнины между Пармой и Мутиной (н. Val di Montirone), где еще во времена Страбона происходили большие народные собрания. Strab. 5, 216. Liv. 41, 18. 45, 12. Варрон упоминает о бывшем здесь… … Реальный словарь классических древностей
Johannes Chrysostomus, S. (11) — 11S. Johannes Chrysostomus, Aëp. Conf. et Eccl. Doct. (27. Jan. al. 14. Sept.) Dieser hl. Johannes, welcher durch die Kraft und Anmuth seiner Beredsamkeit bald nach seinem Tode den Beinamen »Chrysostomus« d.i. »Goldmund« erhielt, wurde nach dem… … Vollständiges Heiligen-Lexikon
Achlys — (altgriechisch Ἀχλύς) ist in der griechischen Mythologie die Personifikation der nächtlichen Dunkelheit und der tiefen Trauer. Während Achlys bei Homer noch als unpersönlicher Zustand erscheint, wird sie in Hesiods Aspis als Personifikation… … Deutsch Wikipedia
MACRI — campi inter Bononiam et Ravennam, per quos Romam itur. Μακροὶ Κάμποι Straboni, l. 5. Eorum meminêre Varro, Livius, atque Columella. Vide Cluver … Hofmann J. Lexicon universale
OMOLINUM — Graece ὠμόλινον, linum est crudum et nondum maceratum, e quo funes olim fiebant; cui opponitur λευκόλινον, linum aquâ maceratum et lavacrô candidum factum. Pollux l. 10. c. 17. Καὶ δίσκος καὶ ἀποτμιάδες καὶ ὠμόλινον ἀλλὰ καὶ Αἰχύλος εν Προμηθεῖ… … Hofmann J. Lexicon universale
αστερίας — Κοινή ονομασία των εχινοδέρμων που ανήκουν στην ομοταξία των αστεροειδών, που ονομάστηκαν έτσι λόγω της χαρακτηριστικής αστεροειδούς μορφής τους. Χωρίζονται σε δύο τάξεις: τους φανεροζωνίδες, των οποίων οι βραχίονες είναι μακροί και ο σωματικός… … Dictionary of Greek
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
ολοθουρία — (holothurius). θαλάσσιο εχινόδερμα της τάξης των ασπιδοχειρωτών της ομοταξίας των ολοθουροειδών. Με το κυλινδρικό σχήμα του σώματος και το ατρακτοειδές σχήμα των άκρων τους, πολλά είδη ο. ονομάζονται συνήθως αγγούρια της θάλασσας. Εξωτερικά, η ο … Dictionary of Greek
πιπεριά — (καψικό το ετήσιο). Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τη Νότια Αμερική. Έχει βλαστό όρθιο, πράσινο, ποώδη, φύλλα λογχοειδή, ακέραια, πράσινα, στίλβοντα και άνθη μικρά με στεφάνη λευκή, πεντάλοβη. Οι καρποί… … Dictionary of Greek